προχρονολογώ

προχρονολογώ
antidater

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • προχρονολογώ — έω, Ν σημειώνω σε έγγραφο χρονολογία προγενέστερη τής πραγματικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρονολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • προχρονολογώ — προχρονολόγησα, προχρονολογήθηκα, προχρονολογημένος, βάζω σε έγγραφο προγενέστερη ημερομηνία από την πραγματική του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • προχρονολόγηση — η, Ν χρονολόγηση που δείχνει χρόνο προγενέστερο τού πραγματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προχρονολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. προχρονολόγησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • προχρονολόγηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του προχρονολογώ, η αναγραφή ημερομηνίας πριν από την κανονική: Η προχρονολόγηση εγγράφου είναι πράξη παράνομη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”